- σίφλος
- σίφλοςdefectmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιφλός — crippled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφλός — ή, όν, ΜΑ μσν. 1. (ως λυκία λ.) α) μαλακός, απαλός, σπογγώδης («νάρθηξ τὰ ἐντὸς σιφλός», Ευστ.) β) (για πρόσ.) «ῥάθυμος καὶ οὐκ ἐνεργός» 2. μτφ. (για πρόσ.) ο ανάξιος εμπιστοσύνης αρχ. 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη ή ελάττωμα σε ένα μέλος ή… … Dictionary of Greek
σίφλος — ὁ, Α σωματικό ελάττωμα, αναπηρία, κουσούρι («σίφλος, μορφῆς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
σιφλόν — σιφλός crippled masc acc sg σιφλός crippled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφλαί — σιφλός crippled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφλοῦ — σιφλός crippled masc/neut gen sg σιφλόω maim pres imperat mp 2nd sg σιφλόω maim imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφλῶ — σιφλός crippled masc/neut gen sg (doric aeolic) σιφλόω maim pres subj act 1st sg σιφλόω maim pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφλῷ — σιφλός crippled masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίφλον — σίφλος defect masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίφλωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ σπογγώδης υφή ή, κατ άλλους, αναπηρία ή σωματικό ελάττωμα, κουσούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος). Για τη σημ. βλ. λ. σιφλός] … Dictionary of Greek